του Δημήτρη Γκιβίση
«Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά», μας ενημέρωσε ευθαρσώς η Παπαχρήστου μόλις αποκαλύφθηκε το ρατσιστικό της σχόλιο. Όμως τι ήταν αυτό που οδήγησε την αθλήτρια σε αυτήν την αυθόρμητη δήλωση; Από όσο γνωρίζουμε, δεν την «κατηγόρησε» κανείς ότι ασχολείται με την επάρατη πολιτική
Του Δημήτρη Γκιβίση
Ομολογώ ότι από την πρώτη στιγμή που «έσκασε» στη δημοσιότητα το θέμα της Βούλας Παπαχρήστου, είχα αποφασίσει να γράψω σχετικά μόλις περάσει η καταιγίδα των δημοσιευμάτων, των δηλώσεων συμπαράστασης στο facebook, και των τηλεοπτικών συζητήσεων με τους συνήθεις καθ΄ ύλην αρμόδιους δημοσιογράφους του ΣΚΑΪ, τους διαβαθμισμένους πασόκους πολιτευτές της ΔΗΜΑΡ κλπ. Τώρα λοιπόν που πέρασε η πρώτη μπόρα, και μέχρι την επόμενη φορά που σύσσωμο το έθνος θα έρθει αντιμέτωπο με υπαρξιακά διλλήματα του τύπου «Συμφωνείτε ότι ο Θεός είναι Έλληνας;», «Πιστεύετε ότι το DNA των αθλητών μας είναι μοναδικό;», «Συμφωνείτε ότι πίσω από την ντόπα κρύβονται οι Εβραίοι;» κλπ, ας σταχυολογήσουμε δηλώσεις, δημοσιεύματα και ανακοινώσεις των τελευταίων ημερών, και ας προσπαθήσουμε να τις αποκρυπτογραφήσουμε.
* «Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά», μας ενημέρωσε ευθαρσώς η Παπαχρήστου μόλις αποκαλύφθηκε το ρατσιστικό της σχόλιο. Όμως τι ήταν αυτό που οδήγησε την αθλήτρια σε αυτήν την αυθόρμητη δήλωση; Από όσο γνωρίζουμε, δεν την «κατηγόρησε» κανείς ότι ασχολείται με την επάρατη πολιτική. Γιατί λοιπόν απέφυγε να σταθεί στο συγκεκριμένο και επέλεξε να δηλώσει ότι αποστασιοποιείται από την πολιτική; Είναι προφανές, ότι η συγκεκριμένη δήλωση έχει ένα σαφές ιδεολογικό πρόσημο. Η αθλήτρια αισθάνεται ότι είναι θύμα διάφορων πολιτικών κύκλων, που αποφεύγει να τους κατονομάσει ακριβώς, γιατί στο μυαλό της όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι. Ωστόσο, με τη φαινομενική γενικολογία της, κατά βάθος υποδηλώνει μια συγκεκριμένη απέχθεια για όλους αυτούς που ασχολούνται με τα πολιτικά, την ίδια απέχθεια που αισθάνονται και όσοι κραυγάζουν «να καεί - να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», καθώς και όλοι αυτοί που αρέσκονται να μουντζώνουν τους 300 έχοντας ως μοναδική ονείρωξη να στήσουν ένα νέο Γουδί. Δεν ξέρω τι ψήφισε ή αν ψήφισε καθόλου η Βούλα Παπαχρήστου. Ωστόσο γνωρίζω ότι δεν πρωτοτύπησε: τα ίδια ακριβώς με αυτήν λένε και πολλοί από εκείνους που ψήφισαν την Χρυσή Αυγή, με μοναδικό πολιτικό (;) κριτήριο ποιος θα ξεβρομίσει καλύτερα τον τόπο.
* «Είμαι μόνο Αθλήτρια», δήλωσε στη συνέχεια η Παπαχρήστου. Ωστόσο, και παραβλέποντας τον ναρκισσισμό που υποδηλώνει το κεφαλαίο Α (μου θύμισε τον αλήστου μνήμης γυμναστή που αυτοαποκαλούνταν ως «ο αθλητής Ιωάννης Μελισσανίδης»), δεν μπορώ να μην σταθώ στην κενότητα αυτής της απίστευτης δήλωσης. Φυσικά δεν έχω την απαίτηση να παρακολουθεί η αθλήτρια τις συζητήσεις που σχετίζονται με την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων. Όμως, πως μπορεί ένα νέο κορίτσι 23 χρονών να μην αισθάνεται ότι είναι συγχρόνως και ερωμένη ή γυναίκα ή οτιδήποτε άλλο; Τι είδους ευνουχισμό έχει υποστεί ώστε να γαντζώνεται με τόση ευκολία σε μια και μοναδική ταυτότητα του είναι της, απεμπολώντας όλες τις υπόλοιπες; Θεωρώ ότι η καταφυγή της στην Αγία Αθλητική Οικογένεια είναι κατά βάθος μια προσπάθεια αμυντική μα και επιθετική συγχρόνως. Αμυντική, γιατί της δίνει προφανώς μια οντολογική ασφάλεια, και επιθετική, γιατί μοιάζει σα να λέει απειλητικά «μην με αγγίζετε, εγώ είμαι η πρωταθλήτριά σας, αυτή που σας κάνει να δακρύζετε με δάκρυα εθνικής χαράς». Παράλληλα, και παρόλο που η ίδια δεν το δηλώνει ευθέως, η δήλωση κρύβει και μια εξηγήσιμη έπαρση, καθώς γνωρίζει ότι σε αυτόν τον τόπο το σύστημα πάντα επιβράβευε και εξακολουθεί να επιβραβεύει με προνόμια όσους-ες σηκώνουν ψηλά την γαλανόλευκη, αυτούς-ες που βροντοφωνάζουν ότι είναι περισσότερο Έλληνες από τους άλλους, τους χαρακτηρισμένους ανάλογα με την εποχή ως μιάσματα, ανθέλληνες, κομμουνιστοσυμμορίτες, ή οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ.
Ξέρει η Παπαχρήστου ότι αποτελεί κομμάτι ενός κρατικού μηχανισμού επιβράβευσης αλλά και καταστολής, ενός μηχανισμού που ορίζει ταυτότητες και ενοχοποιεί, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την θλιβερή εικόνα ακόμα και αριστερών που αισθάνονται την ανάγκη να σηκώνουν μαζί με την κόκκινη σημαία και την ελληνική στις κομματικές τους συγκεντρώσεις.
* «Ναι μεν το σχόλιο ήταν ατυχές, αλλά η αθλήτρια πρέπει να πάει στο Λονδίνο», δήλωσε σύσσωμη η ελληνική δεξιά και ακροδεξιά, καθώς και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Μάλιστα κάποιοι, με τον γνωστό πατερναλισμό που διακατέχει πολλούς σε αυτόν τον τόπο, επικαλέστηκαν ως κριτήριο αθωότητας και το νεαρό της ηλικίας. Ένα κριτήριο που ούτε η ίδια δεν σκέφτηκε να το επικαλεστεί ως δικαιολογία - άλλωστε κάποιος-α που έχει ενηλικιωθεί σύμφωνα με τον νόμο πριν από πέντε χρόνια και που έχει ψηφίσει και δυο-τρεις φορές, μπορεί να αντιληφθεί ότι ναι μεν όλοι-ες έχουν το δικαίωμα στην αυτογελοιοποίηση, αλλά το συγκεκριμένο δικαίωμα καλό είναι να μην χρησιμοποιείται συνεχώς. Είναι προφανές, ότι το μέτρο του καθενός ορίζεται από τα ιδεολογικά του σταθμά. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει. Ποιο ακριβώς ήταν το παράπτωμα της Παπαχρήστου; Ότι είναι μια απολίτικη ρατσίστρια που καταφεύγει σε ακροδεξιά λεκτικά κλισέ είναι σαφές. Ότι κανένα αστείο δεν είναι ποτέ μόνο αστείο, επίσης. Έπρεπε να τιμωρηθεί για αυτό; Προσωπικά μου είναι αδιάφορο: ακόμα και αν πήγαινε στους αγώνες άλλους θα εκπροσωπούσε. Αλλά τι περισσότερο είπε που δεν το ξέραμε; Τι νέο προσκόμισαν οι δηλώσεις της πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες που καθημερινά ακούγονται για τους μαφιόζους Ιταλούς, τους κουνιστούς Άγγλους, τους αφελείς Πόντιους, τα χαζά Αμερικανάκια; Αλλά και τι εφιαλτική κοινωνία μας προετοιμάζουν οι μπάτσοι του διαδικτύου που παραμονεύουν κάθε στιγμή για να λιθοβολήσουν τον ένοχο, πριν παραδοθεί στους άτεγκτους τιμωρούς της εκάστοτε κρατικής επιτροπής για την τελική παραδειγματική τιμωρία;
«…Ρατσιστικό χιούμορ και αστειάκια που αφορούν ανθρώπινες ζωές δεν είναι ανεχτά από την ελληνική κοινωνία…», «…να ανακαλέσει η ελληνική ολυμπιακή επιτροπή τώρα την κυρία Βούλα Παπαχρήστου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες…». «…δεν μπορεί να εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Λονδίνο…», ανέφερε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση της ΔΗΜΑΡ μετά την αποκάλυψη των δηλώσεων της Παπαχρήστου. Δεν θα σχολιάσω τον εμφανή μεγαλοϊδεατισμό που διακατέχει την ΔΗΜΑΡ, βάσει του οποίου θεωρεί ότι ένα κόμμα του 6% μπορεί να μιλάει εν ονόματι όλης της ελληνικής κοινωνίας. Πιθανόν και να νομίζει ότι αυτό το δικαίωμα το παίρνει αυτοδικαίως ως συμμετέχουσα στην προσπάθεια της εθνικής συνευθύνης. Ωστόσο, και παρόλο που η ανακοίνωση είχε γρήγορα αντανακλαστικά που συνάδουν και με την γνωστή ευαισθησία μέρους του κόμματος που προέρχεται από την αριστερά, θα σταθώ σε ένα σημείο. Διαβάζοντας την ανακοίνωση, θεωρώ ότι είναι εμφανής η αγωνία της ΔΗΜΑΡ για το πώς θα εκπροσωπηθούμε επάξια ως Ελλάδα σε κάτι που εκ προοιμίου θεωρείται (ή θα πρέπει να θεωρείται) από όλους ως μεγάλο και σπουδαίο. Η ΔΗΜΑΡ μοιάζει σαν τη φωνή της συνείδησης, που έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι δίνουμε εσαεί εξετάσεις, και ότι η εικόνα μας προς τα έξω πρέπει να είναι η πρέπουσα. Παράλληλα, τη συμμετοχή των αθλητών και των αθλητριών την αντιλαμβάνεται σαν μια εθνική υπόθεση που πρέπει να μείνει μακριά από παρεκτροπές που θα αμαυρώσουν την συλλογική μας εικόνα. Ο λόγος της είναι στιβαρός, υπεύθυνος, πειθαρχημένος. Μπορεί συχνά να παραπέμπει σε γυμνασιάρχη του ΄50, αλλά η ΔΗΜΑΡ είναι εμφανές ότι έχει κάνει την συνειδητή επιλογή να μιλάει για τα πάντα με τη γλώσσα του έθνους. Και αυτό, προς το παρόν, της αρκεί.
* «Η απόφαση για τον αποκλεισμό της Βούλας Παπαχρήστου από την ελληνική αποστολή των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ορθή και αποτελεί μια στοιχειώδη και επιβεβλημένη ενέργεια», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιλαμβάνομαι την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να συμμετέχει σε έναν διάλογο που απασχόλησε σχεδόν όλον τον πολιτικό κόσμο, αλλά θεωρώ ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές οφείλουμε με την στάση μας να αναδεικνύουμε τις ιδεολογικές μας αφετηρίες, τις αξίες και τις αντιλήψεις της δικής μας αριστεράς, και συγχρόνως να υπερασπιζόμαστε τους συλλογικούς μας αγώνες. Παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα, θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που έπρεπε να πει ήταν «στον κόσμο των αγώνων τους είμαστε όλοι ξένοι», και να αποστασιοποιηθεί από την «εθνική» ανάγκη κρίσεων και σχολιασμών σχετικά με το ποιοι-ες θα μας αντιπροσωπεύσουν στον μύθο Λονδίνο 2012. Ο συρφετός των πολυεθνικών και των μεγαλοεργολάβων, τα εργαστήρια της ντόπας και η κατασκευή υπερανθρώπων, η ένταση της καταστολής και του εθνικισμού, είναι στοιχεία του δικού τους υλικού και φαντασιακού κόσμου. Δικό τους είναι το προϊόν, ας αποφασίσουν λοιπόν οι ίδιοι και πως θα το πλασάρουν. Όσο για εμάς, ας μην ξεχνάμε τα λόγια του ποιητή: «Ένα ποίημα που απευθύνεται σε όλους, τελικά δεν απευθύνεται σε κανέναν».
ΥΓ. Η υπόθεση Παπαχρήστου κάλυψε και την βόμβα για το ντοπάρισμα του Χονδροκούκη. Ο πρωταθλητής του ύψους, ως είθισται με τους Έλληνες πρωταθλητές σε τέτοιες περιπτώσεις, δήλωσε ότι δεν γνώριζε τίποτα.
Αναδημοσίευση από RedNotebook
«Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά», μας ενημέρωσε ευθαρσώς η Παπαχρήστου μόλις αποκαλύφθηκε το ρατσιστικό της σχόλιο. Όμως τι ήταν αυτό που οδήγησε την αθλήτρια σε αυτήν την αυθόρμητη δήλωση; Από όσο γνωρίζουμε, δεν την «κατηγόρησε» κανείς ότι ασχολείται με την επάρατη πολιτική
Του Δημήτρη Γκιβίση
Ομολογώ ότι από την πρώτη στιγμή που «έσκασε» στη δημοσιότητα το θέμα της Βούλας Παπαχρήστου, είχα αποφασίσει να γράψω σχετικά μόλις περάσει η καταιγίδα των δημοσιευμάτων, των δηλώσεων συμπαράστασης στο facebook, και των τηλεοπτικών συζητήσεων με τους συνήθεις καθ΄ ύλην αρμόδιους δημοσιογράφους του ΣΚΑΪ, τους διαβαθμισμένους πασόκους πολιτευτές της ΔΗΜΑΡ κλπ. Τώρα λοιπόν που πέρασε η πρώτη μπόρα, και μέχρι την επόμενη φορά που σύσσωμο το έθνος θα έρθει αντιμέτωπο με υπαρξιακά διλλήματα του τύπου «Συμφωνείτε ότι ο Θεός είναι Έλληνας;», «Πιστεύετε ότι το DNA των αθλητών μας είναι μοναδικό;», «Συμφωνείτε ότι πίσω από την ντόπα κρύβονται οι Εβραίοι;» κλπ, ας σταχυολογήσουμε δηλώσεις, δημοσιεύματα και ανακοινώσεις των τελευταίων ημερών, και ας προσπαθήσουμε να τις αποκρυπτογραφήσουμε.
* «Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά», μας ενημέρωσε ευθαρσώς η Παπαχρήστου μόλις αποκαλύφθηκε το ρατσιστικό της σχόλιο. Όμως τι ήταν αυτό που οδήγησε την αθλήτρια σε αυτήν την αυθόρμητη δήλωση; Από όσο γνωρίζουμε, δεν την «κατηγόρησε» κανείς ότι ασχολείται με την επάρατη πολιτική. Γιατί λοιπόν απέφυγε να σταθεί στο συγκεκριμένο και επέλεξε να δηλώσει ότι αποστασιοποιείται από την πολιτική; Είναι προφανές, ότι η συγκεκριμένη δήλωση έχει ένα σαφές ιδεολογικό πρόσημο. Η αθλήτρια αισθάνεται ότι είναι θύμα διάφορων πολιτικών κύκλων, που αποφεύγει να τους κατονομάσει ακριβώς, γιατί στο μυαλό της όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι. Ωστόσο, με τη φαινομενική γενικολογία της, κατά βάθος υποδηλώνει μια συγκεκριμένη απέχθεια για όλους αυτούς που ασχολούνται με τα πολιτικά, την ίδια απέχθεια που αισθάνονται και όσοι κραυγάζουν «να καεί - να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», καθώς και όλοι αυτοί που αρέσκονται να μουντζώνουν τους 300 έχοντας ως μοναδική ονείρωξη να στήσουν ένα νέο Γουδί. Δεν ξέρω τι ψήφισε ή αν ψήφισε καθόλου η Βούλα Παπαχρήστου. Ωστόσο γνωρίζω ότι δεν πρωτοτύπησε: τα ίδια ακριβώς με αυτήν λένε και πολλοί από εκείνους που ψήφισαν την Χρυσή Αυγή, με μοναδικό πολιτικό (;) κριτήριο ποιος θα ξεβρομίσει καλύτερα τον τόπο.
* «Είμαι μόνο Αθλήτρια», δήλωσε στη συνέχεια η Παπαχρήστου. Ωστόσο, και παραβλέποντας τον ναρκισσισμό που υποδηλώνει το κεφαλαίο Α (μου θύμισε τον αλήστου μνήμης γυμναστή που αυτοαποκαλούνταν ως «ο αθλητής Ιωάννης Μελισσανίδης»), δεν μπορώ να μην σταθώ στην κενότητα αυτής της απίστευτης δήλωσης. Φυσικά δεν έχω την απαίτηση να παρακολουθεί η αθλήτρια τις συζητήσεις που σχετίζονται με την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων. Όμως, πως μπορεί ένα νέο κορίτσι 23 χρονών να μην αισθάνεται ότι είναι συγχρόνως και ερωμένη ή γυναίκα ή οτιδήποτε άλλο; Τι είδους ευνουχισμό έχει υποστεί ώστε να γαντζώνεται με τόση ευκολία σε μια και μοναδική ταυτότητα του είναι της, απεμπολώντας όλες τις υπόλοιπες; Θεωρώ ότι η καταφυγή της στην Αγία Αθλητική Οικογένεια είναι κατά βάθος μια προσπάθεια αμυντική μα και επιθετική συγχρόνως. Αμυντική, γιατί της δίνει προφανώς μια οντολογική ασφάλεια, και επιθετική, γιατί μοιάζει σα να λέει απειλητικά «μην με αγγίζετε, εγώ είμαι η πρωταθλήτριά σας, αυτή που σας κάνει να δακρύζετε με δάκρυα εθνικής χαράς». Παράλληλα, και παρόλο που η ίδια δεν το δηλώνει ευθέως, η δήλωση κρύβει και μια εξηγήσιμη έπαρση, καθώς γνωρίζει ότι σε αυτόν τον τόπο το σύστημα πάντα επιβράβευε και εξακολουθεί να επιβραβεύει με προνόμια όσους-ες σηκώνουν ψηλά την γαλανόλευκη, αυτούς-ες που βροντοφωνάζουν ότι είναι περισσότερο Έλληνες από τους άλλους, τους χαρακτηρισμένους ανάλογα με την εποχή ως μιάσματα, ανθέλληνες, κομμουνιστοσυμμορίτες, ή οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ.
Ξέρει η Παπαχρήστου ότι αποτελεί κομμάτι ενός κρατικού μηχανισμού επιβράβευσης αλλά και καταστολής, ενός μηχανισμού που ορίζει ταυτότητες και ενοχοποιεί, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την θλιβερή εικόνα ακόμα και αριστερών που αισθάνονται την ανάγκη να σηκώνουν μαζί με την κόκκινη σημαία και την ελληνική στις κομματικές τους συγκεντρώσεις.
* «Ναι μεν το σχόλιο ήταν ατυχές, αλλά η αθλήτρια πρέπει να πάει στο Λονδίνο», δήλωσε σύσσωμη η ελληνική δεξιά και ακροδεξιά, καθώς και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Μάλιστα κάποιοι, με τον γνωστό πατερναλισμό που διακατέχει πολλούς σε αυτόν τον τόπο, επικαλέστηκαν ως κριτήριο αθωότητας και το νεαρό της ηλικίας. Ένα κριτήριο που ούτε η ίδια δεν σκέφτηκε να το επικαλεστεί ως δικαιολογία - άλλωστε κάποιος-α που έχει ενηλικιωθεί σύμφωνα με τον νόμο πριν από πέντε χρόνια και που έχει ψηφίσει και δυο-τρεις φορές, μπορεί να αντιληφθεί ότι ναι μεν όλοι-ες έχουν το δικαίωμα στην αυτογελοιοποίηση, αλλά το συγκεκριμένο δικαίωμα καλό είναι να μην χρησιμοποιείται συνεχώς. Είναι προφανές, ότι το μέτρο του καθενός ορίζεται από τα ιδεολογικά του σταθμά. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει. Ποιο ακριβώς ήταν το παράπτωμα της Παπαχρήστου; Ότι είναι μια απολίτικη ρατσίστρια που καταφεύγει σε ακροδεξιά λεκτικά κλισέ είναι σαφές. Ότι κανένα αστείο δεν είναι ποτέ μόνο αστείο, επίσης. Έπρεπε να τιμωρηθεί για αυτό; Προσωπικά μου είναι αδιάφορο: ακόμα και αν πήγαινε στους αγώνες άλλους θα εκπροσωπούσε. Αλλά τι περισσότερο είπε που δεν το ξέραμε; Τι νέο προσκόμισαν οι δηλώσεις της πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες που καθημερινά ακούγονται για τους μαφιόζους Ιταλούς, τους κουνιστούς Άγγλους, τους αφελείς Πόντιους, τα χαζά Αμερικανάκια; Αλλά και τι εφιαλτική κοινωνία μας προετοιμάζουν οι μπάτσοι του διαδικτύου που παραμονεύουν κάθε στιγμή για να λιθοβολήσουν τον ένοχο, πριν παραδοθεί στους άτεγκτους τιμωρούς της εκάστοτε κρατικής επιτροπής για την τελική παραδειγματική τιμωρία;
«…Ρατσιστικό χιούμορ και αστειάκια που αφορούν ανθρώπινες ζωές δεν είναι ανεχτά από την ελληνική κοινωνία…», «…να ανακαλέσει η ελληνική ολυμπιακή επιτροπή τώρα την κυρία Βούλα Παπαχρήστου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες…». «…δεν μπορεί να εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Λονδίνο…», ανέφερε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση της ΔΗΜΑΡ μετά την αποκάλυψη των δηλώσεων της Παπαχρήστου. Δεν θα σχολιάσω τον εμφανή μεγαλοϊδεατισμό που διακατέχει την ΔΗΜΑΡ, βάσει του οποίου θεωρεί ότι ένα κόμμα του 6% μπορεί να μιλάει εν ονόματι όλης της ελληνικής κοινωνίας. Πιθανόν και να νομίζει ότι αυτό το δικαίωμα το παίρνει αυτοδικαίως ως συμμετέχουσα στην προσπάθεια της εθνικής συνευθύνης. Ωστόσο, και παρόλο που η ανακοίνωση είχε γρήγορα αντανακλαστικά που συνάδουν και με την γνωστή ευαισθησία μέρους του κόμματος που προέρχεται από την αριστερά, θα σταθώ σε ένα σημείο. Διαβάζοντας την ανακοίνωση, θεωρώ ότι είναι εμφανής η αγωνία της ΔΗΜΑΡ για το πώς θα εκπροσωπηθούμε επάξια ως Ελλάδα σε κάτι που εκ προοιμίου θεωρείται (ή θα πρέπει να θεωρείται) από όλους ως μεγάλο και σπουδαίο. Η ΔΗΜΑΡ μοιάζει σαν τη φωνή της συνείδησης, που έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι δίνουμε εσαεί εξετάσεις, και ότι η εικόνα μας προς τα έξω πρέπει να είναι η πρέπουσα. Παράλληλα, τη συμμετοχή των αθλητών και των αθλητριών την αντιλαμβάνεται σαν μια εθνική υπόθεση που πρέπει να μείνει μακριά από παρεκτροπές που θα αμαυρώσουν την συλλογική μας εικόνα. Ο λόγος της είναι στιβαρός, υπεύθυνος, πειθαρχημένος. Μπορεί συχνά να παραπέμπει σε γυμνασιάρχη του ΄50, αλλά η ΔΗΜΑΡ είναι εμφανές ότι έχει κάνει την συνειδητή επιλογή να μιλάει για τα πάντα με τη γλώσσα του έθνους. Και αυτό, προς το παρόν, της αρκεί.
* «Η απόφαση για τον αποκλεισμό της Βούλας Παπαχρήστου από την ελληνική αποστολή των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ορθή και αποτελεί μια στοιχειώδη και επιβεβλημένη ενέργεια», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιλαμβάνομαι την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να συμμετέχει σε έναν διάλογο που απασχόλησε σχεδόν όλον τον πολιτικό κόσμο, αλλά θεωρώ ότι σε κάτι τέτοιες στιγμές οφείλουμε με την στάση μας να αναδεικνύουμε τις ιδεολογικές μας αφετηρίες, τις αξίες και τις αντιλήψεις της δικής μας αριστεράς, και συγχρόνως να υπερασπιζόμαστε τους συλλογικούς μας αγώνες. Παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα, θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που έπρεπε να πει ήταν «στον κόσμο των αγώνων τους είμαστε όλοι ξένοι», και να αποστασιοποιηθεί από την «εθνική» ανάγκη κρίσεων και σχολιασμών σχετικά με το ποιοι-ες θα μας αντιπροσωπεύσουν στον μύθο Λονδίνο 2012. Ο συρφετός των πολυεθνικών και των μεγαλοεργολάβων, τα εργαστήρια της ντόπας και η κατασκευή υπερανθρώπων, η ένταση της καταστολής και του εθνικισμού, είναι στοιχεία του δικού τους υλικού και φαντασιακού κόσμου. Δικό τους είναι το προϊόν, ας αποφασίσουν λοιπόν οι ίδιοι και πως θα το πλασάρουν. Όσο για εμάς, ας μην ξεχνάμε τα λόγια του ποιητή: «Ένα ποίημα που απευθύνεται σε όλους, τελικά δεν απευθύνεται σε κανέναν».
ΥΓ. Η υπόθεση Παπαχρήστου κάλυψε και την βόμβα για το ντοπάρισμα του Χονδροκούκη. Ο πρωταθλητής του ύψους, ως είθισται με τους Έλληνες πρωταθλητές σε τέτοιες περιπτώσεις, δήλωσε ότι δεν γνώριζε τίποτα.
Αναδημοσίευση από RedNotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου