Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Ο μπόγιας του «προδομένου λαού»

Του Δημήτρη Γκιβίση
στο Rednotebook


Πριν από αρκετά χρόνια, ένα χαρακτηριστικό πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας ήταν ο μπόγιας, o τύπος που μάζευε με ένα φορτηγό τα αδέσποτα σκυλιά και τα πήγαινε κάπου απόμερα για να τους ρίξει φόλα. Οι παιδικοί μας τσακωμοί, τότε που συνηθίζαμε να λέμε ο ένας στον άλλον «θα φέρω τον μεγάλο μου αδελφό για να σε βαρέσει», και εκείνος απαντούσε «και εγώ τoν ξάδερφό μου που είναι μεγαλύτερος», θυμάμαι ότι σταματούσαν αμέσως στην απειλή του γείτονα «ησυχάστε γιατί θα φωνάξω τον μπόγια να σας μαζέψει». Kαθώς ο μπόγιας με το πέρασμα του χρόνου εξαφανίστηκε, ένας καινούριος μπόγιας φαίνεται ότι ξανάρχεται στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η νέα τρομερή απειλή είναι «θα φωνάξω τη Χρυσή Αυγή». 
Τα παραδείγματα επαναλαμβανόμενα: Ο δήμαρχος Σύμης το είπε για να φύγουν οι «λαθρομετανάστες» από το νησί. Ο διευθυντής ενός Δημοτικού στην Πάτρα, για να πιέσει τους υπεύθυνους να διορθώσουν τα κτιριακά προβλήματα του σχολείου. Οι έμποροι με τις αναδουλειές, για να διαλυθεί η διαδήλωση των μουσουλμάνων στην Αθήνα. Η Ομοσπονδία Μικροπωλητών για να εκδιωχτούν οι μετανάστες από τις λαϊκές. Και διάφοροι γραφικοί παραθρησκευτικοί, για να σταματήσει η παράσταση Corpus Christi...
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των περιπτώσεων μοιάζει να είναι η «αγανάκτηση». Μια ιδιότυπη αγανάκτηση, αυτή των ανορθολογικά απελπισμένων, των μη προνομιούχων, αυτή που πληγώνει το υπογάστριο των «από κάτω», που αναρωτιούνται οικτίροντας τους πάντες «γιατί φτάσαμε ως εδώ;». Παράλληλα, πολλές φορές είδαμε να γίνονται Πρώτο Θέμα διάφορες ευφάνταστες ιστορίες για ανθρώπους που φώναξαν την ΧΑ και είδαν το φως το αληθινό: ιδιοκτήτες που τους άδειασαν το κατειλημμένο από μετανάστες σπίτι τους, ασθενείς των οποίων το γιατρό ξυλοφόρτωσε η ΧΑ γιατί ζήτησε φακελάκι, γέροι που εξασφάλισαν φύλαξη για να παίρνουν άφοβα την σύνταξη από το ΑΤΜ, γριές που τις περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Η απειλή «θα φωνάξω την Χρυσή Αυγή» μοιάζει να λειτουργεί πλέον σαν το θαυματουργό βοτάνι που θεραπεύει πάσα νόσο και πάσα μαλακία. 
Είναι προφανές ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μια παραδοχή του αυτονόητου: η ΧΑ δεν είναι πολιτικό κόμμα (sic), όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν διάφοροι καθεστωτικοί κύκλοι. Όλο και περισσότερο δείχνει να ταυτίζεται με την αστυνομία, αφού αμφότερες καλούνται να επέμβουν για να αποκαταστήσουν την «ομαλότητα» (σημ.: η ταύτιση γίνεται ισχυρότερη αν αναλογιστούμε τις επαναλαμβανόμενες περιπτώσεις που δρουν από κοινού, ως αλληλοσυμπληρούμενοι μηχανισμοί καταστολής, ενώ όπως έδειξαν και οι εκλογές, συνηθισμένο είναι και το φαινόμενο χρυσαυγίτες και αστυνομικοί να είναι τα ίδια πρόσωπα). 
Υ.Γ.: Επειδή μόνο τα συμπεράσματα δεν φτάνουν, σύντομα θα επανέλθω με σκέψεις σχετικά με το πώς μπορούμε να απαντήσουμε.


Πέρα από την αποδοκιμασία μας, ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: γιατί ο «απλός κόσμος» θέλει να φωνάξει τη Χρυσή Αυγή;. Ένας βασικός λόγος θεωρώ πως είναι ότι, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά κόμματα της ελληνικής ακροδεξιάς (ΕΠΕΝ, Ελληνικό Μέτωπο, ΛΑΟΣ, κλπ.) που επιδίδονταν κυρίως σε «ακτιβισμούς» συμβολικού χαρακτήρα με την ανάδειξη στοιχείων του φαντασιακού του ακροδεξιού ακροατηρίου, η ΧΑ δρα σχεδόν αποκλειστικά, και σίγουρα με πολύ άγριο τρόπο, στο επίπεδο του πραγματικού: του δικού της, αλλά και πολλών άλλων ακόμα, κανιβαλικού πραγματικού. Έτσι, οι καθημερινές της δράσεις γίνονται άμεσα αντιληπτές. Και από εμάς, μα κυρίως από αυτούς που σπεύδουν να τις αναζητήσουν, και που όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσουν να τις αναζητούν, καθώς η κοινωνική πόλωση εντείνεται και η κρίση τους περιθωριοποιεί. Αλλά και από τον «απλό κόσμο», που έχει εθιστεί να αναθέτει παθητικά σε άλλους όσα τον αφορούν (ανάγκες, ζωές, δικαιώματα, κλπ). Παράλληλα, όσα κάνει η ΧΑ φαίνεται να είναι απόλυτα συνεπή με τις προεκλογικές της διακηρύξεις, και αυτό τής δίνει πόντους αξιοπιστίας απέναντι στους «τριακόσιους», που όπως κραυγάζει μουντζώνοντάς τους ο «λαός», είναι ψεύτες και αναξιόπιστοι όσον αφορά τις υποσχέσεις τους. 
Προφανώς, όλα αυτά είναι αποκρουστικά, σκοταδιστικά, μισαλλόδοξα. Όμως για τους απελπισμένους που στέκονται στην ουρά της πλατείας Συντάγματος για ένα κιλό πατάτες, με την ελληνική ταυτότητα να αποτελεί το διαβατήριο για την ικανοποίηση της πείνας τους, αρκεί ότι η ΧΑ παράγει «κοινωνικό» έργο. Ένα έργο, μάλιστα, που γίνεται αποδεκτό από τον «απλό κόσμο» για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί παρόλο που η ίδια η ΧΑ είναι δημιούργημα του βαθέους κράτους, και λειτουργεί ως το μακρύ του χέρι αποκλειστικά επί των αδυνάτων, ο «απλός κόσμος» επικροτεί το γεγονός ότι δημιουργεί «δομές» που εκλαμβάνονται σα να λειτουργούν έξω από το κράτος, το «κράτος - μπουρδέλο», όπως συνηθίζει να λέει και ο «λαός», ως αδιαφοροποίητο σύνολο. Στα μάτια του οι χρυσαυγίτες φαντάζουν ως οι μόνοι που τού συμπαραστέκονται έμπρακτα όταν όλα γύρω του καταρρέουν, όταν συλλήβδην οι επάρατοι «πολιτικοί», όχι μόνο τον εξοντώνουν καθημερινά, αλλά κυρίως, προδίδουν την εμπιστοσύνη με την οποία τους περιέβαλε όλα τα προηγούμενα χρόνια ο «λαός». 
Το «θα φωνάξω την Χρυσή Αυγή», λοιπόν, είτε ως απειλή είτε ως έκκληση, φαίνεται να είναι απολύτως συμβατό με τις πάγιες αντιχειραφετητικές πρακτικές και αντιλήψεις του «απλού κόσμου». Η ΧΑ μοιάζει σα να είναι ο κολλητός του, ο βουλευτής του, το κονέ του, το βύσμα του που πάντα ξηγιόταν για πάρτη του, που τον χτυπούσε στην πλάτη ελεημονώντας τον. Ενώ λοιπόν είναι προφανές ότι η ΧΑ είναι μια νεοναζιστική συμμορία τραμπούκων, η συσσωρευμένη αγανάκτηση από αυτό που απλοϊκά αποκαλείται «σύστημα», μπορεί να κάνει τον διαχρονικά αναζητούντα σωτήρες «προδομένο λαό» να στέκεται παγερά αδιάφορος μπροστά τον τρόμο που η συμμορία αυτή σπέρνει. Παράλληλα, να μπορεί και να του δημιουργεί την αίσθηση ενός καινούριου «συνανήκειν», μιας αυθεντικής αντισυστημικότητας: μια ομάδα κρούσης έτοιμη να δράσει αποτελεσματικά και προς όφελός του όταν κληθεί. 
Οδηγούμαστε, έτσι, στο τραγελαφικό φαινόμενο της λεκτικής άρνησης της αντιπροσώπευσης από την μια («να καεί-να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»), και συγχρόνως της τυφλής υποταγής- πρόσκλησης στον φύρερ Μιχαλολιάκο, που δεν αντιμετωπίζεται ως «πολιτικός», αλλά ως ένας τιμωρός που έρχεται από το υπερπέραν. Ως ο νέος φαντασιακός μπόγιας του «προδομένου λαού».  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου